ιεροσυλία

ιεροσυλία
Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε μεταφορικός στη σύγχρονη εποχή, σημαίνοντας οποιαδήποτε αθέμιτη και ασεβή πράξη. Στην αρχαία Αίγυπτο, το αδίκημα της ι. είχε διαδοθεί σε μεγάλη έκταση με την ιδιαίτερη μορφή της τυμβωρυχίας. Επειδή οι τάφοι των φαραώ έκρυβαν αμύθητα πλούτη, αποτελούσαν πρόκληση για τους ιερόσυλους. Πολλοί βασιλείς έπεσαν μεταθανάτια θύματα των αδίστακτων αυτών ανθρώπων και μόνο ο τάφος του Τουταγχαμών κατόρθωσε να αποφύγει τη μοίρα αυτή. Οι πυραμίδες και οι πολύπλοκοι δαίδαλοι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και οι βασιλείς άρχισαν να προστατεύουν τις μούμιες τους σε μυστικούς τάφους (που ήταν λαξευμένοι σε βράχους) για να πετύχουν την αφθαρσία, γεγονός που δεν πτόησε τους τυμβωρύχους. Πραγματικά, ο υπέρογκος θησαυρός των βασιλικών τάφων αποτελούσε κίνητρο που υπερσκέλιζε τον φόβο για επικείμενη τιμωρία των φτωχών και αγράμματων ιερόσυλων, οι οποίοι φαίνεται ότι ενεργούσαν με τη βοήθεια των φρουρών για να παραμερίσουν τα εμπόδια του επιχειρήματός τους. Ακόμα και αν γλίτωναν από τη δίκη και τα βασανιστήρια, υπήρχε φόβος να καταδιωχθούν από τα πνεύματα που φρουρούσαν τα σώματα των φαραώ. Αυτή η δοξασία αποτελεί την καταγωγή του θρύλου της κατάρας των Φαραώ, φοβερού ακόμη και για τους αρχαιολόγους. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι θησαυροί της Αιγύπτου που ήρθαν στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη αποτελούν ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με αυτούς που βρίσκονται ακόμη θαμμένοι. Ο θρύλος της κατάρας έδωσε ιδιαίτερη γοητεία στις ανασκαφές των αρχαιολόγων και ενισχύθηκε με πολλούς μυστηριώδεις θανάτους. Πολλοί επιστήμονες τους θεωρούν απόλυτα φυσιολογικούς, επιμένοντας ότι η κατάρα των Φαραώ είναι μια σύγχρονη επινόηση και τίποτε περισσότερο. Η ι. διαδόθηκε επίσης και στην αρχαία Ελλάδα αλλά και σε άλλους πολιτισμένους τόπους, όπου υπήρχε η συνήθεια να τοποθετούνται στους τάφους κατά τον ενταφιασμό διάφορα αντικείμενα, προσφιλή στους νεκρούς. Ο Κικέρων αναφέρει ότι μετά την κλοπή πολύτιμου κυπέλλου από τον ναό του Ηρακλή ο θεός παρουσιάστηκε στο όνειρο του Σοφοκλή κατονομάζοντας τον δράστη. Με τη σειρά του, ο μεγάλος τραγικός τον κατήγγειλε στον Άρειο Πάγο. Αυτή η πράξη είναι γνωστή ως ιεροσυλίας γραφή (μήνυση για ι.) και αναφέρεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο. Το αδίκημα δικαζόταν στην Ελλάδα είτε από τον Άρειο Πάγο με συμμετοχή του βασιλιά είτε από τους ηλιαστές στο δικαστήριο της Ηλιαίας. Τιμωρία μπορούσε να είναι ο θάνατος και η δήμευση της περιουσίας του ιερόσυλου· μάλιστα, σε περίπτωση κατά την οποία ο μηνυτής ήταν δούλος, αποκτούσε την ελευθερία του. Ο Λυσίας πραγματεύτηκε την ι. στον λόγο του Υπέρ του Καλίου. Στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης οι ιερόσυλοι τιμωρούνταν με λιθοβολισμό, ενώ ο χριστιανισμός καθόριζε αφορισμό για τους λαϊκούς και καθαίρεση για τους κληρικούς. Στις μέρες μας η ι. θεωρείται κολάσιμο αδίκημα και τιμωρείται τόσο από την Εκκλησία όσο και από τον Π.Κ., ο οποίος την αντιμετωπίζει ως διακεκριμένη κλοπή, με προβλεπόμενη ποινή την κάθειρξη.
* * *
η (ΑΜ ἱεροσυλία) [ιερόσυλος]
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιεροσυλία — η 1. κλοπή αντικειμένων από το ναό: Για το αδίκημα της ιεροσυλίας ο νόμος προβλέπει βαριές ποινές. 2. ασεβής πράξη, ανοσιούργημα, βεβήλωση: Διέπραξε ιεροσυλία. – Αυτό που πας να κάνεις είναι ιεροσυλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱεροσυλία — ἱεροσῡλίᾱ , ἱεροσυλία fem nom/voc/acc dual ἱεροσῡλίᾱ , ἱεροσυλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροσυλίᾳ — ἱεροσῡλίαι , ἱεροσυλία fem nom/voc pl ἱεροσῡλίᾱͅ , ἱεροσυλία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • θεοσυλία — θεοσυλία, ἡ (Α) ιεροσυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοσύλας, κατά το ιεροσυλία] …   Dictionary of Greek

  • ιερόσυλημα — το (Α ἱεροσύλημα) [ιεροσυλώ] νεοελλ. το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό αρχ. η ενέργεια τού ιεροσυλώ*, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία …   Dictionary of Greek

  • ἱεροσυλίαι — ἱεροσῡλίαι , ἱεροσυλία fem nom/voc pl ἱεροσῡλίᾱͅ , ἱεροσυλία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροσυλίας — ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem acc pl ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Antikes Griechisches Recht — Als griechisches Recht der Antike wird nicht eine bestimmte einheitliche Rechtsordnung bezeichnet, denn das Recht war von Polis (griechisch πόλις) zu Polis verschieden. Es handelt sich vielmehr um eine Sammelbezeichnung für eine regional und …   Deutsch Wikipedia

  • αρχαιοσυλία — η η κλοπή έργων της αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιόσυλος (πρβλ. ιεροσυλία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”